Για όσους διασώζουν κριτική σκέψη και οξυδερκή ευαισθησία, γίνεται φανερή η συντελούμενη, σε διεθνή κλίμακα, αλλαγή πολιτισμικού «παραδείγματος». Ο Καβάφης θα έλεγε: «ανεπαισθήτως». Και θα εξηγούσε: «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ».
Περάσαμε από μιαν εκδοχή ή πρότυπο της ανθρώπινης ύπαρξης ως συνύπαρξης (κοινότητας, «πόλεως», συμμετοχικής γλώσσας, Ιστορίας, μεταφυσικής ελπίδας), σε μια στεγανή ταύτιση της ύπαρξης με το αδιαφοροποίητο άτομο του ανθρώπινου είδους, αριθμητικά διακρινόμενο (ΑΔΤ, ΑΦΜ, ΑΜΚΑ) – απρόσωπη μονάδα, φορέα ίδιων για όλους νομικών δικαιωμάτων, κατασφάλισης των εγωτικών του καθενός επιλογών.
Στη διάρκεια των προγενέστερων αιώνων, πρώτο μέλημα της νομοθεσίας ήταν η προστασία των σχέσεων κοινωνίας: η χαλιναγώγηση της εγωκεντρικής πλεονεξίας – απληστίας – αυθαιρεσίας. Είναι εμπειρικά και διαχρονικά βεβαιωμένη η τότε προτεραιότητα του κοινωνείν: να τιθασεύεται, με ποικίλους θεσμούς, η αμετρία της ατομικής ασυδοσίας, η μέθη εγωτικής ισχύος. Θεσμοποιημένη η τιθάσευση, ελευθερώνει το πεδίο του δημιουργικού ανταγωνισμού, της ευγενικής άμιλλας, κυοφορεί τη χαρά της φιλίας και το αποκούμπι της συγγένειας, καθιστά ευγενικό άθλημα τη δημοκρατία.
Όταν πρώτιστη ανάγκη των ανθρώπων ήταν η κοινωνία των αναγκών και των στόχων του βίου, τότε οι θεσμοί και οι νόμοι χαλιναγωγούσαν τις εγωκεντρικές ορέξεις και απαιτήσεις. Όταν πρώτιστη επιδίωξη έγινε η κατασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων, τότε άλλαξαν και οι στοχεύσεις (σκοποθεσίες) νόμων και θεσμών. Η οργανωμένη συλλογικότητα θέλει να εγγυηθεί ατομικές φιλοδοξίες και επιδιώξεις, όχι τη δυναμική των σχέσεων.
Προοδεύουν σε αρτιότητα οι συλλογικές μας συμβάσεις, μειώνεται όμως σταθερά η αποτελεσματικότητά τους. Συμφωνούμε στην προστασία της εγωτικής αυτάρκειας, αλλά τη συμφωνία την επικροτεί ο νους, δεν συντονίζεται η κοινή θέληση. Το δίπολο νομικισμού και ηθικισμού θριαμβεύει, με αποτέλεσμα τον κυρίαρχο σήμερα στον πλανήτη μηδενισμό και αμοραλισμό – αφού «νόμος» είναι «το δίκιο του εγώ μας» και «ηθική», η καταιγιστικά διαφημιζόμενη ηδονοθηρία.
Η ελευθερία έχει μια εγγενή παραδοξότητα: όλοι την τιμούν και την υμνούν, αλλά ως σύμβαση, όχι ως κατάκτηση. Τη θέλουν να προκύπτει από διεθνείς συμφωνίες (εξ ορισμού υποκριτικές), όχι από «κόκαλα ιερά» θυσιαστικής αυταπάρνησης. Κάθε απόπειρα επιβολής της ελευθερίας ισοδυναμεί με κατάργησή της. Δεν υπάρχει ηλιθιότερο πρόταγμα από το να διεκδικούμε την ελευθερία σαν «δικαίωμα»: να την υποτάσσουμε a priori σε ωφελιμιστικές (ατομοκεντρικές) προδιαγραφές. Σήμερα πια, η προτεραιότητα του ατομικού δικαιώματος λειτουργεί ως υπερ-όπλο εγωτικής ισχύος, δεν υποτάσσεται ούτε καν στις χρηστικές απαιτήσεις της συλλογικότητας.
Το δικαίωμα δεν ξέρει τη σχέση, ξέρει μόνο τη χρήση. Δεν ξέρει τον έρωτα, την έκπληξη όταν γεννιέται η αμοιβαιότητα. Ξέρει τον αυτοηδονισμό του ναρκισσισμού, τον αυτεξευτελισμό της υποταγής στην τυφλή ορμή. Και το οξύ πρόβλημα (πολιτικό) σήμερα είναι ότι, αυτός ο πρωτογονισμός και η υπανθρωπία του «δικαιώματος» επιβάλλεται στανικά σαν μονόδρομος «πληροφόρησης», «ενημέρωσης», «ψυχαγωγίας» προϋποθέτοντας τους πολίτες παθητικούς δέκτες αρρωστημένης περιέργειας.
Διατίθεται χρόνος τηλεοπτικός αφειδώλευτος για να «πληροφορηθεί» η ελλαδική κοινωνία, με λεπτομέρειες, τα βίτσια ανθρώπων τιμημένων από την πολιτεία με ευθύνες κεντρικές, προκειμένου να συνεχίζουν, στα ίδια χώματα. Τέχνη ελληνική «σπουδαία και τελεία». Ακατάσχετη τηλεοπτική φλυαρία, μετασκευάζει σε δήθεν «πικάντικη» την εφιαλτική απανθρωπία και διαστροφική κακουργία, επιβάλλοντας, πριν από τη δίκη, τη διαπόμπευση, για χάρη της εμπορικής τηλεθέασης.
Το τηλεοπτικό πεδίο, στη σημερινή Ελλάδα, γεννάει ανυπόφορη ντροπή και αγανάκτηση, εμπεδώνει στον πολίτη τον τρόμο της βεβαιότητας ότι «κράτος δεν υπάρχει». Όταν η ίδια διαφήμιση επαναλαμβάνεται, ως μία ενιαία, δύο και τρεις φορές, αποδείχνεται στην πράξη, με χυδαία αναίδεια, ότι Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο δεν υφίσταται, μόνο πληρώνεται για να είναι ανύπαρκτο.
Το κράτος στην Ελλάδα δεν υπηρετεί τον πολίτη – το αντίθετο ισχύει: ο πολίτης είναι σκλάβος του κράτους, ανυπεράσπιστο θύμα μιας παρανοϊκής θηριωδίας. Το κράτος, καταγωγικά και επί διακόσια χρόνια τώρα, συγκροτείται, στελεχώνεται και λειτουργεί σαν διαστροφική απόφυση της κοινωνίας, μόνο για να υπηρετεί την κομματική παράνοια, το αλκοολίκι της εξουσίας των κομματανθρώπων.
Ας τολμούσε ένας αξιόπιστος φορέας (το Ιδρυμα Νιάρχου, λ.χ., ή το Ιδρυμα Ωνάση) μιαν αμερόληπτη απογραφή: Πόσοι Ελληνες τρέφονται ισοβίως από το κράτος με κομματική μεσολάβηση. Από ποιον διορίστηκαν, αν συνδέθηκε ποτέ η προσφορά τους με τις απολαβές τους. Για πόσα χρόνια εργασίας, παίρνουν, επί πόσα χρόνια, σύνταξη. Με ποιες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, θα μπορούσε ο κρατικός μηχανισμός και οι λειτουργίες του να αποσυνδεθούν από κάθε κομματική παρέμβαση, εξάρτηση, διαπλοκή;
Το
τηλεοπτικό πεδίο, στη σημερινή Ελλάδα, είναι παγιδευμένο στην αυτοκαταστροφική
της κοινωνίας λογική (και στις συναφείς πρακτικές) που έχει επιβάλει η
κομματοκρατία. Αυτή η λογική λογαριάζει σαν «ελευθερία» το «δικαίωμα» και το
δικαίωμα σαν κατασφαλισμένη ακοινωνησία. Καμιά κοινωνική ομάδα (δικαστές,
στρατιωτικοί) δεν έχει το «δικαίωμα» να απαιτήσει, δυναμικά, δημοκρατικές
ελευθερίες.
πηγη
http://www.yannaras.gr/poios-na-apaitesei-dimokratikes-eleutheries/
Christos Yiannaras | 16 Mar 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου